- ογδοηκονταετηρίδα
- η 1. ογδοηκοστή επέτειος2. σύνολο ογδόντα ετών, ογδονταετία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + ἐτηρίς (< ἐτήρ), πρβλ. επ-ετηρίδα. Η λ., στον λόγιο τ. ογδοηκονταετηρίς, μαρτυρείται από το 1890 στον Δ. Θερειανό].
Dictionary of Greek. 2013.